ευαισθητοποίηση — η [ευαισθητοποιώ] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού ευαισθητοποιώ, η όξυνση τών αισθήσεων 2. φρ. «ευαισθητοποίηση τής κοινής γνώμης» ενημέρωση και κινητοποίηση τής κοινής γνώμης ώστε να υπάρξουν αντιδράσεις για ορισμένο ζήτημα 3. βιολ. η… … Dictionary of Greek
ευαισθητοποιητικός — ή, ό [ευαισθητοποίηση] ιατρ. αυτός που προκαλεί ευαισθητοποίηση, ο ευαισθητοποιός … Dictionary of Greek
ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… … Dictionary of Greek
ευαισθητοποιία — η [ευαισθητοποιός] ιατρ. βλ. ευαισθητοποίηση … Dictionary of Greek
ευαισθητοποιός — ό 1. αυτός που καθιστά κάτι ευαίσθητο 2. ιατρ. α) αυτός που προκαλεί ευαισθητοποίηση β) «ευαισθητοποιός ουσία» ουσία την οποία παράγουν τα κύτταρα τού οργανισμού όταν αντιδρούν στην επίδραση τών μικροβίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευαίσθητος + ποιός (<… … Dictionary of Greek
ιδιοσυγκρασία — Ενδεικτικός όρος ορισμένων ψυχολογικών ιδιοτήτων του ατόμου σε σχέση με τα συστατικά της δομής του και των οργανικών λειτουργιών του. Η θεωρία των ιατρών φιλοσόφων της αρχαιότητας (όπως ο Ιπποκράτης), η οποία εμπεριείχε πολλά στοιχεία φαντασίας… … Dictionary of Greek
ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
πολιτικοποίηση — η, Ν [πολιτικοποιώ] 1. ο καταρτισμός ατόμου γύρω από τα πολιτικά θέματα 2. η αυξημένη ευαισθητοποίηση ατόμου ή συνόλου για τα πολιτικά πράγματα και η ενεργός συμμετοχή του στα κοινά … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… … Dictionary of Greek